χρονομετρία

χρονομετρία
η
η ακριβής μέτρηση του χρόνου με κατάλληλα όργανα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρονομετρία — η, Ν 1. φυσ. τομέας τής μηχανικής και τής ηλεκτρονικής, που έχει ως αντικείμενο την υψηλής ακριβείας μέτρηση τού χρόνου 2. (οικον.) η μέτρηση τού χρόνου σε συνδυασμό με τις κινήσεις τού εργαζομένου, μέτρηση που αποσκοπεί στον καθορισμό πρότυπων… …   Dictionary of Greek

  • χρονομετρικός — ή, ό* Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χρονομετρία ή στο χρονόμετρο (α. «χρονομετρικά όργανα» β. «χρονομετρικές μέθοδοι»). επίρρ... χρονομετρικώς και χρονομετρικά Ν με χρονομετρικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρονομετρία. Το επίθ. μαρτυρείται από το …   Dictionary of Greek

  • χρονομετρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρονομετρία ή στο χρονόμετρο: Η μέτρηση του χρόνου γίνεται με τα τελειότερα χρονομετρικά όργανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”